- ἀρτίκολλος
- ἀρτί-κολλος, genau zusammengeleimt, zusammenpassend. Dah. recht, gehörig; λόγον, zur gelegenen Zeit, gerade recht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αρτίκολλος — ἀρτίκολλος, ον (Α) 1. αυτός που κολλιέται ακριβώς σε κάτι, ο εφαρμοστός 2. μτφ. ταιριαστός … Dictionary of Greek
ἀρτίκολλος — close glued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίκολλον — ἀρτίκολλος close glued masc/fem acc sg ἀρτίκολλος close glued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίκολλα — ἀρτίκολλος close glued neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek